συγχορδιῶν

συγχορδιῶν
συγχορδία
harmony
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράλληλος — Στην ευκλείδεια γεωμετρία δύο ευθείες του ίδιου επιπέδου λέμε ότι είναι παράλληλες (μεταξύ τους) εάν (και μόνο) δεν έχουν κοινό σημείο. Βασικό αξίωμα στη γεωμετρία του Ευκλείδη είναι το λεγόμενο αξίωμα των παραλλήλων. Σύμφωνα με αυτό, εάν ε είναι …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • βάσιμο — (basso). Μουσικός όρος. ενάριθμο – συνεχές β. (basso numerato – continuo). Σύστημα μουσικής γραφής σύμφωνα με το οποίο, αντί να σημειώνονται όλοι οι φθόγγοι των συγχορδιών ενός μουσικού έργου, σημειώνονται μόνο οι βαθύτεροι, ενώ ορισμένοι αριθμοί …   Dictionary of Greek

  • μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε …   Dictionary of Greek

  • ρετσιτατίβο — Είδος φωνητικής μουσικής. Είναι η αναπαράσταση σε τραγούδι του τόνου της φωνής και του ρυθμού του λόγου. To ρ. δεν αποτελεί κλειστή μουσική μορφή, που υποτάσσεται στη συντακτική διάρθρωση των κειμένων. (Πηγές του είναι η εκτέλεση από λαϊκούς… …   Dictionary of Greek

  • ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Γκότφριντ — (Gotfried Weber, 1779 – 1839). Γερμανός συνθέτης και θεωρητικός της μουσικής. Σπούδασε αρχικά νομικά στα πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Γκέτινγκεν και στη συνέχεια επιδόθηκε με ζήλο στην τελειοποίηση των μουσικών του γνώσεων. Ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… …   Dictionary of Greek

  • Ντεμπισί, Κλοντ — (Achille Claude Debussy, Σεν Ζερμέν αν Λε 1862 – Παρίσι 1918). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1873, με την επιμονή μιας παλιάς μαθήτριας του Σοπέν, η οποία διαισθάνθηκε το μουσικό ταλέντο του μικρού και έπεισε την οικογένειά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”